Σάββατο 14 Απριλίου 2018

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΣΑΒΒΑΤΟ 14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2018

Οἱ Ἅγιοι Ἀρίσταρχος, Πούδης καὶ Τρόφιμος οἱ Ἀπόστολοι ἐκ τοὺς ἑβδομήκοντα 


Eις τον Aρίσταρχον.
Τιμῶ τὸν Ἀρίσταρχον ὡς ἀριστέα,
Καλῶς ἀριστεύσαντα μέχρι καὶ ξίφους.

Eις τον Πούδην.
Ποῦ δὴ μετέστης, ὡς ἀπετμήθης, Πούδη;
Ποῦ δὴ μετέστην, ἢ πρὸς ἄφθαρτον κλέος;

Eις τον Tρόφιμον.
Τρυφὴν Τρόφιμος οὐρανοῦ ποθῶν ἄκρως,
Τροφὴ προσῆκται τῷ τεθηγμένῳ ξίφει.

Τῇ δεκάτῃ δὲ μαθηταὶ ἀπῆραν καί γε τετάρτῃ.

Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Ἀρίσταρχος, Πούδης καὶ Τρόφιμος ἀνῆκαν στὸν κύκλο τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων († 4 Ἰανουαρίου) τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Γιὰ τὸν Ἀπόστολο Ἀρίσταρχο ἀναφέρεται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὅτι ἦταν Μακεδόνας καταγόμενος ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ κατὰ πᾶσα πιθανότητα Ἰουδαῖος. Ὁπωσδήποτε ὁ Ἀπόστολος Ἀρίσταρχος ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς πρώτους μαθητὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν μνημονεύει στὶς πρὸς Κολοσσαεῖς καὶ Φιλήμονα ἐπιστολές του.

Ὁ Ἀπόστολος Ἀρίσταρχος ᾖλθε στὴν Ἔφεσο κομίζοντας χάρη τῶν Χριστιανῶν τῶν Ἱεροσολύμων τὴ «λογία». Τὸ προϊὸν τοῦ ἐράνου ἔφεραν οἱ Γάιος, Σεκοῦνδος καὶ Ἀρίσταρχος. Ἀπὸ τότε ὁ Ἀρίσταρχος ἔγινε ἀχώριστος σύντροφος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὡς τὴ Ρώμη. Τὸν Ἀπόστολο Ἀρίσταρχο τὸν συναντοῦμε καὶ στὸ 19ο κεφάλαιο τῶν Πράξεων, ὅπου ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς περιγράφει μὲ ἐξαιρετικὴ ζωηρότητα τὰ ἐπεισόδια τῆς Ἐφέσου. Ὁ ἀργυροκόπος Δημήτριος εἶχε χολωθεῖ ἀπὸ τὴ μεταστροφὴ τῶν κατοίκων τῆς Ἐφέσου πρὸς τὴ νέα πίστη καὶ γι’ αὐτὸ ξεσήκωσε τὸ λαὸ ἐναντίον τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ τῶν συνεργατῶν του Ἀριστάρχου καὶ Γαΐου.

Ὁ Συναξαριστὴς ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἀπόστολος Ἀρίσταρχος ὑπῆρξε Ἐπίσκοπος τῆς Ἀπαμείας τῆς Συρίας «καὶ ὅλους τοὺς ἐκεῖ εὑρισκομένους ἀπίστους ἐπέστρεψεν εἰς τὴν τῆς ἀληθείας καὶ εὐλαβείας ἐπίγνωσιν». Ἡ δὲ παράδοση θεωρεῖ ὅτι ὁ Ἀπόστολος Ἀρίσταρχος συναντήθηκε πάλι μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὴ Ρώμη καὶ μαρτύρησε ἐπὶ Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.). Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀριστάρχου καὶ στὶς 27 Σεπτεμβρίου.

Ὁ Ἀπόστολος Πούδης μνημονεύεται στὴν Β’ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τοῦ ὁποίου ἦταν ἀκόλουθος στὰ παθήματα καὶ τοὺς διωγμούς. Ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο ἐπὶ Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.).
Ὁ Ἀπόστολος Τρόφιμος μνημονεύεται στὶς Πράξεις καὶ τὴν Β’ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τὸν ὁποῖο ἀκολούθησε στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὑπέστη μαζί του διωγμοὺς καὶ κακώσεις. Ὑπέστη μαρτυρικὸ 

θάνατο ἐπὶ Νέρωνος (54 – 68 μ.Χ.).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χορείαν τὴν τρίπλοκον, τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ, συμφώνως τιμήσωμεν, ὡς ποταμοὺς λογικούς, τῆς θείας χρηστότητος, Πούδην σὺν Ἀριστάρχῳ, καὶ Τροφίμῳ τῷ θείῳ, λόγοις θεογνωσίας, καταρδεύσαντας κόσμον. Αὐτῶν Χριστὲ μεσιτείαις, πάντας οἰκτείρησον.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἱεροὶ συνέκδημοι, Παύλου τοῦ θεοκήρυκος, τὴν οἰκουμένην σὺν τούτῳ διήλθητε, γνῶσιν τὴν θείαν σπείραντες, Ἀρίστερχε θεόφρον, σὺν Τροφίμῳ τῷ θείῳ καὶ Πούδη ἔνδοξε· διὸ καὶ ἠθληκότες, ἀξίως συνεδοξάσθητε.

Μεγαλυνάριον.

Τρίφωτος λυχνία τῶν ἀγαθῶν, τῶν τῆς εὐσεβείας, ἐχρημάτισαν τοῖς ἐν γῇ, Ἀρίσταρχος Πούδης, καὶ Τρόφιμος ὁ θεῖος, τοῖς ἐν νυκτὶ τοῦ βίου, τὸ φῶς ἐκλάμποντες.


Ἡ Ἁγία Θωμαΐς ἡ Μάρτυς


Αἰῶνος ἦρας τοῦδε τὴν Θωμαΐδα,
Τὸ τῆς Γραφῆς, μέλλοντος αἰῶνος Πάτερ.

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Θωμαΐς γεννήθηκε καὶ ἔζησε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν πνευματική της μόρφωση. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία εἶχε ἐπιδοθεῖ στὰ ἔργα τῆς φιλανθρωπίας καὶ τοῦ ἐλέους, συνοδεύοντας τὴν μητέρα της. Τὴ διακονία αὐτὴ ἐξακολούθησε νὰ τὴν ἀσκεῖ ἀκόμα καὶ ὅταν νυμφεύθηκε.

Ἡ Ἁγία εἶχε μία κατὰ πάντα εὐλογημένη οἰκογένεια. Μὲ τὸν σύζυγό της συνδεόταν μὲ ἀληθινὴ καὶ ἀνυπόκριτη ἀγάπη. Τὴν εἰρηνική τους ὅμως συνύπαρξη τὴν φθόνησε ὁ ἐφευρέτης τῆς κακίας, διάβολος καὶ θέλησε νὰ τοὺς χωρίσει, μάλιστα δὲ μὲ τραγικὸ τρόπο.

Κάποτε ποὺ ἡ Θωμαΐδα ἦταν μόνη της στὸ σπίτι, ἐπειδὴ ὁ σύζυγός της ἔλειπε σὲ δουλειές, δέχθηκε ἀνήθικη ἐπίθεση ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ συζύγου της, δηλαδὴ τὸν πεθερό της, ὁ ὁποῖος κυριευμένος ἀπὸ τὸ δαίμονα τῆς πορνείας καὶ ὑποδουλωμένος στὸ πάθος τῆς ἀκολασίας, ἤθελε νὰ ἔχει μαζί της ἐρωτικὴ σχέση. Ἡ Ἁγία, ἡ ὁποία εἶχε πάντοτε ζωντανὴ στὴ μνήμη της τὴν αἴσθηση τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ ζοῦσε μὲ ἁγνότητα καὶ σωφροσύνη, ἀντιστάθηκε μὲ σταθερότητα καὶ παρρησία. Προσπάθησε νὰ τὸν πείσει ὅτι κάτι τέτοιο δὲν πρέπει νὰ γίνει, ἐπειδὴ εἶναι ἀντίθετο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο ἦταν γι’ αὐτὴν τρόπος ζωῆς καὶ πηγὴ ἐμπνεύσεως. Τυφλωμένος ὅμως ἐκεῖνος ἀπὸ τὸ πάθος, ἐπέμενε ἀπειλώντας την μὲ θάνατο. Ἡ Ἁγία Θωμαΐς συνέχισε νὰ ἀντιστέκεται καὶ προτίμησε τὸν θάνατο ἀπὸ τὴν ὑποδούλωση στὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου. Γιατί ἡ ἔξοδος μὲ μαρτυρικὸ τρόπο ἀπὸ τὴν παρούσα σύντομη ζωὴ γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι θάνατος, ἀλλὰ μετάβαση ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωή. Εἶναι νίκη τῆς ζωῆς ἐπὶ τοῦ θανάτου.

Ὁ δυστυχὴς ἐκεῖνος τὴν μαχαίρωσε θανάσιμα καὶ μετὰ τὸ τραγικὸ αὐτὸ περιστατικὸ ἔχασε τὸ φῶς του καὶ γύριζε μέσα στὸ σπίτι σὰν χαμένος. Στὴν κατάσταση αὐτὴ τὸν βρῆκαν κάποιοι γείτονες ποὺ ἔψαχναν γιὰ τὸν υἱό του, καὶ τὸν παρέδωσαν στὶς ἀρχὲς γιὰ νὰ δικαστεῖ. Ἐνῷ ἡ Θωμαΐδα, ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «ἔλαβε στέφανον μάρτυρος διὰ τὴν σωφροσύνην».

Ὁ προϊστάμενος τῆς σκήτης τῆς Ἀλεξανδρείας, μοναχὸς Δανιήλ, μόλις πληροφορήθηκε τὸ μαρτυρικὸ τέλος τῆς Θωμαΐδος, κατέβηκε ἀμέσως στὴν πόλη μὲ μερικοὺς μοναχοὺς καὶ παρέλαβε τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς Ἁγίας. Τὸ μετέφερε μὲ εὐλάβεια στὴ Σκήτη καὶ τὸ ἐνταφίασε μὲ τιμὲς στὸ κοιμητήριο τῶν Πατέρων. Τότε συνέβη καὶ τὸ ἑξῆς θαυμαστό. Κάποιος μοναχός, ὁ ὁποῖος ἐπολεμεῖτο ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας καὶ εἶχε ταλαιπωρηθεῖ γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, προσευχήθηκε στὸν τόπο ποὺ ἐνταφιάσθηκε τὸ λείψανο τῆς Μάρτυρος, ζητώντας τὴν βοήθειά της. Καὶ ἀφοῦ ἄλειψε τὸ σῶμα του μὲ λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι ποὺ ἔκαιγε στὸν τάφο της, ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸν πειρασμὸ καὶ εἰρήνευσε. Ἀλλὰ κατὰ καιροὺς καὶ ἄλλοι πιστοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, ποὺ βασανίζονταν ἀπὸ σαρκικοὺς πειρασμούς, προσεύχονταν στὴν Ἁγία καὶ μὲ τὶς πρεσβεῖες της ἐνισχύονταν στὸν ἀγώνα τους ἢ καὶ ἀπαλλάσσονταν ἀπὸ τὸ πάθος.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Σωφροσύνης τῇ χάριτι διαπρέπουσα, ὑπὲρ ταύτης νομίμως ἐτύθης πάνσεμνε, καὶ Μαρτύρων κοινωνὸς ἀξίως γέγονας· ὅθεν ἀπάλλαξον ἡμᾶς, Θωμαΐς νύμφη Χριστοῦ, ἐκ πάσης ἡδυπαθείας, τῇ σῇ θερμῇ ἀντιλήψει, καὶ προσβολῶν αἰσχρῶν τοῦ ὄφεως.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Τὴν τοῦ ἐχθροῦ ἐπιβουλὴν κατανοήσασα

Τὴν σωφροσύνην σου ἀμίαντον ἐτήρησας

Καὶ τὸν θάνατον ὑπέστης ἀνδρειοφρόνως.

Ἀλλὰ ῥῦσαι μολυσμῶν σαρκὸς καὶ πνεύματος

Καὶ παντοίων προσβολῶν τοῦ πολεμήτορος
Τοὺς βοῶντάς σοι, Θωμαΐς χαῖρε πάνσεμνε.

Μεγαλυνάριον.

Χαίροις σωφροσύνης στήλη λαμπρά, Θωμαΐς θεόφρον, ἡ τοῦ δράκοντος τὴν ὁρμήν, ῥεῖθροις σῶν αἱμάτων, ποντίσασα τελείως, καὶ γῆν πρὸς ἀφθαρσίας, κατασκηνώσασα.


Ὁ Ἅγιος Ἀρδαλίων ὁ Μάρτυρας ὁ μῖμος 


Νῦν Μῖμος ὄντως Ἀρδαλίων ἢ πάλαι.
Μιμούμενος γὰρ Μάρτυρας, τὸ πῦρ στέγει.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀρδαλίων ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.) καὶ ἦταν ἀρχικὰ ἠθοποιός, ἐνασχολούμενος μὲ τὴν ὑποκριτικὴ καὶ παριστάνοντας δράματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ κωμωδίες. 

Ὅμως ὁ Ἀρδαλίων ἄκουσε τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, φωτίστηκε ἡ ψυχή του καὶ ἔγινε Χριστιανός.
Ἡ νέα του Χριστιανικὴ ζωὴ δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ἐξακολουθεῖ τὶς προηγούμενες θεατρικές του ἀσχολίες. Γιὰ τελευταία ὅμως φορὰ θέλησε νὰ φανεῖ ἐπὶ σκηνῆς, ὑποκρινόμενος Χριστιανὸ Μάρτυρα ποὺ ἀρνιόταν νὰ ὑποκύψει στὶς προσταγὲς εἰδωλολάτρη ἄρχοντα καὶ γι’ αὐτὸ ὑποβαλλόταν σὲ βασανιστήρια. Ἡ ὑπόκριση τοῦ Ἀρδαλίωνος ἦταν τόσο ζωντανὴ καὶ μὲ τέτοιο πάθος, ὥστε τὸ κοινὸ τοῦ θεάτρου παρὰ τὴν ἀντιπάθεια πρὸς τοὺς Χριστιανούς, σείσθηκε ἀπὸ τὰ χειροκροτήματα. 

Ὁ Ἀρδαλίων μετέτρεψε τότε τὸν ἐνθουσιασμὸ σὲ ἔκπληξη, ἀφοῦ ὁμολόγησε δημόσια ὅτι εἶναι καὶ αὐτὸς Χριστιανός. Ὁ ἔπαρχος, ποὺ ἦταν παρὼν στὰ ὅσα εἶχαν διαδραματισθεῖ, διέταξε νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴ φυλακή. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα κάλεσε τὸν Μάρτυρα ἐνώπιόν του καὶ προσπάθησε μὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς νὰ ἀλλάξει τὸ φρόνημα τοῦ Ἁγίου. Ὅλες ὅμως οἱ προσπάθειες τοῦ ἄρχοντα ἀπέβησαν ἄκαρπες. Γι’ αὐτὸ καὶ διέταξε νὰ τὸν κάψουν ζωντανό. Ἔτσι μαρτυρικὰ τελείωσε τὸν βίο του ὁ Ἅγιος Ἀρδαλίων καὶ ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.


Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Νεομάρτυρας


Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Δημήτριος γεννήθηκε στὴ Λιγούδιστα ἢ Χώρα τῆς Τριφυλίας. Σὲ μικρὴ ἡλικία ἦλθε μὲ τὸν ἀδελφό του στὴν Τρίπολη καὶ ἐργαζόταν μαζὶ μὲ ἄλλους χτίστες. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτοὶ τὸν βασάνιζαν, ἔφυγε ἀπὸ τὴν ἐργασία αὐτή. Προσελήφθη στὴν οἰκία κάποιου Τούρκου κουρέα, ὁ ὁποῖος κατόρθωσε μετὰ ἀπὸ λίγο διάστημα τὸν ἐξισλαμισμό του καὶ τὸν ὀνόμασε Ἀχμέτ.

Ἀργότερα ὁ Δημήτριος ἐγκατέλειψε τὴν Τρίπολη, ἀφοῦ πρῶτα μετανόησε γιὰ τὴν ἀποστασία του καὶ ἦλθε στὸ Ἄργος. Ἀπὸ τὸ Ἄργος, γιὰ μεγαλύτερη ἀσφάλεια, ἔφθασε στὴ Σμύρνη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μετέβη στὴ μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῶν Κυδωνιῶν, ὅπου ἐξομολογήθηκε στὸν πνευματικὸ τῆς μονῆς καὶ ζήτησε τὶς συμβουλές του. Μὲ τὴν δική του προτροπὴ ὁ Δημήτριος ἦλθε στὴν Χίο καὶ παρέμεινε γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ κοντὰ σὲ ἕνα εὐλαβὴ καὶ φωτισμένο πνευματικὸ ζώντας μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία.

Ἀφοῦ προετοιμάσθηκε γιὰ τὸ μαρτύριο ἦλθε πάλι στὸ Ἄργος, ὅπου παρέμεινε κρυπτόμενος καὶ χειραγωγούμενος ἀπὸ τὸν ἱερέα Ἀντώνιο Σακελλάριο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔφθασε στὴν Τρίπολη. Ἐμφανίσθηκε ἐνώπιον τοῦ Τούρκου διοικητοῦ καὶ ὁμολόγησε μὲ παρρησία τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ τὸν πόθο του γιὰ τὸ μαρτύριο, χωρὶς νὰ ὑποκύψει στὶς κολακεῖες, τὶς ἀπειλὲς καὶ τοὺς βασάνους. Ὁμολογοῦσε συνεχῶς τὴν πίστη του στὸν Κύριο. Ἔτσι ἀποκεφαλίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ ἔτος 1803.
Τὸ ἱερὸ λείψανό του διασώθηκε ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Νικολάου Βαρσῶν καὶ ἡ τίμια κάρα του ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ κάποιον εὐσεβὴ ἱερέα.

Σύναξη των Οσίων Κολλυβάδων Πατέρων, των εκ του Αγιωνύμου Άθωνος ορμωμένων


Γέγηθε ὑμῖν ὁ Ἄθως Κολλυβάδες,
Νύμφη δὲ Χριστοῦ, νῦν Ἐκκλησία χαίρει


Σπείραντες Θεοῦ τήν γνῶσιν Κολλυβάδες,
δράγματα ζωῆς ἐθέρισαν ἀφθόνως


Ἡμέρα Λαμπρᾶς καταπαύσεως δεῦτε
ἐργάτας φωτός στέψωμεν Κολλυβάδας.

Στην ιστορία της Εκκλησίας μας το Πνεύμα το Άγιο αναδεικνύει κάποιες πνευματικές προσωπικότητες, οι οποίες όχι μόνο χαρακτηρίζουν την εποχή τους, αλλά και γίνονται φωτεινοί φάροι για τις επερχόμενες γενεές. Γι’ αυτό ατενίζοντας προς αυτούς μπορούμε και εμείς, οι «εις τους εσχάτους καιρούς καταντήσαντες», να διαπλεύσουμε ακίνδυνα, «αβρόχοις ποσί» την θάλασσα των πειρασμών, των παθών, των πλανών του διαβόλου και να φθάσουμε στο λιμάνι της «όντως ζωής», της απαθείας, του «σαββατισμού»· να επιτύχουμε την σωτηρία μας. Τέτοιοι ήταν οι Τρεις Ιεράρχες (βλέπε 30 Ιανουαρίου), ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (βλέπε 21 Ιανουαρίου), ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος (βλέπε 12 Οκτωβρίου), ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (βλέπε 14 Νοεμβρίου), οι Κολλυβάδες Πατέρες.

Η εμφάνιση των Κολλυβάδων κατά τον 18ο μ.Χ. αιώνα στον αγιορειτικό και ευρύτερα τον ελλαδικό χώρο, προκαλεί μία δυναμική επιστροφή στις ρίζες της Ορθοδόξου Πατερικής Παραδόσεως.

Οι φορείς αυτής της Ορθοδόξου Παραδόσεως ονομάσθηκαν ειρωνικά από τους αντιπάλους τους στο Άγιον Όρος Κολλυβάδες, εξαιτίας του ότι αντέδρασαν στην αντιπαραδοσιακή μεταφορά της τελέσεως των μνημοσύνων από το Σάββατο στην Κυριακή, γιατί σωστά εκτίμησαν ότι προσβάλλεται έτσι ο αναστάσιμος και πανηγυρικός χαρακτήρας της ημέρας.

Συγκεκριμένα η αφορμή δόθηκε από τους μοναχούς της αγιορειτικής Σκήτης της Αγίας Αννης. Το 1754 μ.Χ. οι Αγιαναννίτες μοναχοί εργάζονταν για την ανοικοδόμηση του Κυριακού (τού κεντρικού Ναού της Σκήτης). Αλλά επειδή έπρεπε να εργάζονται και το Σάββατο, πήραν την απόφαση να μην τελούν τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων το Σάββατο σύμφωνα με την παράδοση που ίσχυε σε όλο το Άγιον Όρος, αλλά την Κυριακή μετά την Θεία Λειτουργία. Η απόφαση αυτή, που ερχόταν σε αντίθεση με την εκκλησιαστική παράδοση, σκανδάλισε τον ιεροδιάκονο Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, που ήταν τότε καθηγητής στην Αθωνιάδα Σχολή – την οποία προσφάτως, το 1749 μ.Χ., είχε ιδρύσει η Ιερά Μονή Βατοπαιδίου – και άρχισε δογματικό αγώνα εναντίον των Αγιαναννιτών. Ο ιεροδιάκονος Νεόφυτος ήταν ο πρωτουργός του κινήματος των Κολλυβάδων.

Βέβαια η τέλεση των μνημοσύνων ήταν μία μικρή λεπτομέρεια μέσα στο όλο ανακαινιστικό και παραδοσιακό έργο των Κολλυβάδων. Απλώς τονίσθηκε και διογκώθηκε εσκεμμένα από τους αντιπάλους τους, τους λεγομένους Αντικολλυβάδες ή Φιλελευθέρους, ώστε όχι μόνο να αποκρυβεί η όλη τους προσφορά, αλλά και να συκοφαντηθούν οι ίδιοι, γιατί ασχολούνταν με μικρά και ασήμαντα πράγματα, όπως είναι δήθεν τα μνημόσυνα και τα κόλλυβα. 

Αλλά και οι Μακκαβαίοι (βλέπε 1 Αυγούστου) για μία μικρή λεπτομέρεια, για το ότι δεν υπήκουσαν στον βασιλιά Ναβουχοδονόσορα και δεν έφαγαν χοιρινό κρέας που το απαγόρευε η παράδοση των Πατέρων τους, υποβλήθηκαν σε φρικτά μαρτύρια και έγιναν Μάρτυρες και γνήσιοι ομοληγητές της πίστεως των Πατέρων· τους οποίους τιμούμε ως Αγίους της Εκκλησίας μας. Ο ομολογιακός χαρακτήρας της ορθοδόξου πίστεώς μας εκφράζεται όχι μόνο στο δογματικό επίπεδο, αλλά και στο ηθικό και γενικότερα το παραδοσιακό.

Αλλη αφορμή για την εμφάνιση των Κολλυβάδων δόθηκε με την έκδοση δύο βιβλίων, του πρώτου το 1777 μ.Χ. και του δευτέρου το 1783 μ.Χ., τα οποία αναφέρονταν στην ανάγκη της συχνής θείας Μεταλήψεως και προερχόταν από τον κύκλο των Κολλυβάδων. Το δεύτερο βιβλίο, του οποίου συγγραφείς είναι ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (βλέπε 14 Ιουλίου) και ο άγιος Μακάριος ο Νοταράς επίσκοπος Κορίνθου (βλέπε 17 Απριλίου), καταδικάσθηκε από το 
Πατριαρχείο το 1785 μ.Χ., γιατί δήθεν δημιουργούσε σκάνδαλα και διχόνοιες. Αργότερα όμως το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο πρόβαλε το βιβλίο αυτό ως ψυχωφελές και σωτήριο και με Πατριαρχικό και Συνοδικό γράμμα αθώωσε τους συγγραφείς του.

Μαζί με τον ιεροδιάκονο Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη συντάχθηκαν αρχικά οι διδάσκαλοι της Αθωνιάδος Σχολής, άγιος Αθανάσιος ο Πάριος (βλέπε 24 Ιουνίου), Χριστόφορος ο Προδρομίτης ο εξ Αρτης και οι ιερομόναχοι Αγάπιος ο Κύπριος, Ιάκωβος ο Πελοποννήσιος, Παρθένιος ο αγιογράφος και Παΐσιος ο καλλιγράφος. Αργότερα προστέθηκαν και ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο μεγάλος άγιος και σοφός διδάσκαλος του Γένους· ο άγιος Μακάριος επίσκοπος Κορίνθου, που καταγόταν από την επιφανή οικογένεια των Νοταράδων· ο ιερομόναχος Διονύσιος ο Σιατιστέας, πνευματικός της Βατοπαιδινής Σκήτης του Αγίου Δημητρίου, και ο υποτακτικός του ιερομόναχος Ιερόθεος, ο πνευματικός του Αγίου Όρους στο Πρωτάτο.

Οι κύριοι εκφραστές του κινήματος των Κολλυβάδων, οι οποίοι δημιούργησαν μία φιλοκαλική αναγέννηση τον 18ο μ.Χ. αιώνα στην Ορθόδοξο Εκκλησία, ήταν ο Αθανάσιος ο Πάριος, ο Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο Μακάριος Κορίνθου, ο Νοταράς. Αυτοί λόγω της προσφοράς και δραστηριότητός τους, αλλά περισσότερο λόγω της οσίας και υποδειγματικής Πατερικής βιοτής τους, δικαίως συγκαταριθμήθηκαν στην χορεία των Αγίων της Εκκλησίας μας.

Περί της τελέσεως των μνημοσύνων συνήλθαν δύο Σύνοδοι. Η πρώτη με εντολή του Πατριαρχείου έγινε στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου του Αγίου Όρους το 1774 μ.Χ. και συμμετείχαν δύο πρώην πατριάρχες, οκτώ άλλοι αρχιερείς και 200 περίπου μοναχοί. Η Σύνοδος αναθεμάτισε τους Κολλυβάδες. Η δεύτερη Σύνοδος έγινε στην Κωνσταντινούπολη το 1776 μ.Χ. επί οικουμενικού πατριάρχου Σωφρονίου Β΄ και συμμετείχαν ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Αβραάμιος και άλλοι 16 αρχιερείς. Η Σύνοδος αφόρισε τους αρχηγούς των Κολλυβάδων – μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και ο ιερομόναχος Αγάπιος ο Κύπριος – ενώ εδίωξε και εξόρισε τον άγιο Αθανάσιο τον Πάριο. Το 1785 μ.Χ. ο πατριάρχης Γαβριήλ ο Δ΄ αθώωσε τον άγιο Αθανάσιο. Η τελική δικαίωση όμως των Κολλυβάδων και για το θέμα των μνημοσύνων και την συχνή θεία Μετάληψη έγινε αρκετά αργότερα, τον Αύγουστο του 1819 μ.Χ., από τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ (βλέπε 10 Απριλίου).

Οι Αντικολλυβάδες–Φιλελεύθεροι χρησιμοποίησαν όλα τα αθέμιτα μέσα κατά των Κολλυβάδων· τις διαβολές, τις κατηγορίες, τις συκοφαντίες· έφθασαν ως και στην διάπραξη φόνων. Οι Αγιαναννίτες κάλεσαν κάποιον αρχιληστή της εποχής, τον καπετάν Μάρκο, για να φονεύσει τέσσερις Κολλυβάδες: Τον καλλιγράφο ιερομόναχο Παΐσιο και τον Γέροντά του Θεοφάνη, τον ιερομόναχο Αγάπιο τον Κύπριο και τον ιερομόναχο Γαβριήλ. Και ο ληστής κατάφερε και έπνιξε τους δύο από αυτούς, τον ιερομόναχο Παΐσιο και τον Γέροντα Θεοφάνη.

Η διδασκαλία των Κολλυβάδων ήταν ακραιφνώς Πατερική. Κύριο μέλημά τους ήταν να πείσουν με τον λόγο και με όλο το βίωμά τους τους πιστούς, ώστε να ζήσουν την εσωτερική εν Χριστώ ζωή. Τα θέματα στα οποία εντόπιζαν τον αγώνα τους αφορούσαν την θεία Λατρεία. Ήταν φιλακόλουθοι και συνιστούσαν την τακτική θεία Εξομολόγηση, την συχνή συμμετοχή των πιστών μετά από συνεχή πνευματικό αγώνα και προετοιμασία στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Προέτρεπαν στην αυστηρή τήρηση του εκκλησιαστικού τυπικού, που εξασφαλίζει την πνευματική ισορροπία στην ζωή της Εκκλησίας. 

Επίσης συνιστούσαν την μελέτη Πατερικών κειμένων, η οποία βοηθά τον πιστό στην διαμόρφωση γνησίου Πατερικού φρονήματος. Ιδιαίτερα οι τρεις άγιοι Κολλυβάδες, Νικόδημος ο Αγιορείτης, Αθανάσιος ο Πάριος, Μακάριος ο Νοταράς, ερμήνευσαν κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας μας, έγραψαν βίους και συνέταξαν Ακολουθίες Αγίων, ακόμη και σχολικά εγχειρίδια Γραμματικής, Ρητορικής, Φιλοσοφίας. 

Πολλοί Κολλυβάδες αντέγραψαν μάλιστα έργα θύραθεν συγγραφέων, μετέφρασαν σύγχρονους Δυτικούς φιλοσόφους, δεν φοβήθηκαν την επαφή με την νεωτερικότητα είτε προσλαβάνοντας στοιχεία και μεθόδους που εναρμονίζονταν με την Πατερική διδασκαλία είτε επικρίνοντας αυτήν έντονα. Ο σοφός Ευγένιος Βούλγαρης – που κάλλιστα μπορεί να συνταχθεί μαζί με τους Κολλυβάδες Πατέρες, αν και δεν συμμετείχε ενεργά στο κίνημα, αφού μετά το 1762 μ.Χ. βρίσκεται εκτός του ελλαδικού χώρου (Λειψία και κατόπιν Ρωσία)– ήταν βαθύς γνώστης και κριτικός αποτιμητής των πνευματικών ρευμάτων της εποχής του μέσα στο φως της Πατερικής παραδόσεως.

Αυτό που προείχε για τους Κολλυβάδες ήταν να φωτισθεί το υπόδουλο Γένος και να σταθεί στην πίστη και στις παραδόσεις των Πατέρων, να διασωθεί ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός και ο κατά Χριστόν τρόπος ζωής. Ο άγιος Νικόδημος έγραψε 25 ογκώδη συγγράμματα. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει το Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, που το έγραψε όταν ήταν εξόριστος στο νησί Σκυροπούλα, και ενώ η εκεί διαβίωσή του ήταν πλήρης δυσκολιών και ταλαιπωριών, με στέρηση και των απαραιτήτων για τις βιοτικές του ανάγκες – και φυσικά βιβλίων. 

Χρησιμοποιεί από μνήμης πλήθος Πατερικών χωρίων για την συγγραφή του βιβλίου του· κάτι το οποίο αποδεικνύει την Χάρη και την απέραντη μνήμη του μεγάλου αυτού Πατρός. Το σύγγραμμα αυτό αποτελεί ένα εγκόλπιο για τον πιστό που θέλει να βιώσει την εν Χριστώ πνευματική ζωή, πραγματεύεται για την φυλακή των αισθήσεων, την νοερά προσευχή και για όλα όσα συντελούν στην τελειοποίηση του έσω ανθρώπου. Ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, που χαρακτηρίστηκε ως ο μαχητικότερος των Κολλυβάδων, έγραψε 53 συγγράμματα. Πολέμησε ιδιαίτερα τον αθεϊστικό Βολταιρισμό· την πλάνη που προσπαθούσε να εισέλθει και στον ελλαδικό ορθόδοξο χώρο με το πρόσχημα του Διαφωτισμού, της φυσικής θρησκείας, του ορθολογισμού, και που ενέκρυβε την αθεΐα.

Επίσης οι Κολλυβάδες ήταν οι πνευματικοί καθοδηγητές των Νεομαρτύρων. Αυτοί προετοίμαζαν και τόνωναν ψυχολογικά στον δρόμο του μαρτυρίου, ιδιαίτερα αυτούς που είχαν πρωτύτερα αρνηθεί την πίστη τους, αλλά μετανοημένοι και έμπλεοι θείου έρωτος ζητούσαν διακαώς και επέμεναν να προχωρήσουν στο μαρτύριο. Ο άγιος Μακάριος ο Νοταράς «γύμνασε πνευματικά» και συντέλεσε ώστε να ανάψει το «θείον πύρ» της προς τον Χριστόν αγάπης στις καρδιές τριών μεγάλων Νεομαρτύρων· του Πολυδώρου (βλέπε 3 Σεπτεμβρίου), ο οποίος καταγόταν από την Λευκωσία, του Θεοδώρου του Βυζαντίου (βλέπε 17 Φεβρουαρίου) και του Δημητρίου του Πελοποννησίου (βλέπε 14 Απριλίου). Το αίμα των Νεομαρτύρων αποτέλεσε το ευώδες θυμίαμα ενώπιον του Θεού και επέφερε την λύτρωση για το υπόδουλο Γένος. Ο άγιος Νικόδημος συγκέντρωσε πολλά από τα μαρτύρια αυτά στο βιβλίο του, «Νέον Μαρτυρολόγιον».

Το αναγεννητικό κίνημα των Κολλυβάδων είχε αποφασιστικές επιδράσεις στην τόνωση και ενίσχυση της παιδείας του υποδούλου Γένους και στην διατήρηση της αυτοσυνειδησίας του, όχι μόνον απέναντι των Οθωμανών κατακτητών, αλλά και απέναντι των δυτικών ιεραποστόλων (μισσιονάρων) που όργωναν τις ορθόδοξες χώρες, ασκώντας προσηλυτισμό με αθέμιτα μέσα, προπάντος όμως εκμεταλλευόμενοι την αμάθεια, την δουλεία και την φτώχεια των Ορθοδόξων πιστών. Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (βλέπε 24 Αυγούστου) έλεγε ότι ο Θεός για το δικό μας καλό επέτρεψε να σκλαβωθούμε στους Τούρκους και όχι στους Φράγκους, γιατί αυτοί θα μας έβλαπταν την πίστη. «Ο δε Τούρκος», τόνιζε ο πατρο–Κοσμάς, «άσπρα άμα του δώσης, κάμνεις ό,τι θέλεις».

Οι Κολλυβάδες προκάλεσαν την ησυχαστική αναγέννηση του Αγίου Όρους, ήταν φορείς της Πατερικής παραδόσεως. Αυτοί εξέφραζαν την υπερχιλιετή ζωή και πορεία του Αγίου Όρους, σε αντίθεση με τους Αντικολλυβάδες οι οποίοι ήταν επηρεασμένοι από τον ευρωπαϊκό θεϊστικό Διαφωτισμό, που ήθελε την εκκοσμίκευση της Εκκλησίας και την αλλοίωση του ορθοδόξου μοναχισμού. Οι Αντικολλυβάδες είχαν ελλιπή πνευματική ζωή, έμεναν απλά σε έναν τύπο της μοναχικής ζωής, την λεγομένη «χονδροκαλογερική», και δεν βίωναν την θεία Χάρη μέσα από την Ορθόδοξη παράδοση. 

Γι’ αυτό εξάλλου ήταν αντίθετοι στις μακρές Ακολουθίες, στην συχνή θεία Μετάληψη και Εξομολόγηση, στην προγραμματισμένη πνευματική μελέτη, στην νοερά εργασία, στην αδολεσχία με την ευχή του Ιησού. Δεν είχαν εσωτερική πνευματική ζωή. Οι Κολλυβάδες Πατέρες δικαίωναν την ύπαρξη του Αγίου Όρους, ως φορέα της ακραιφνούς Πατερικής παραδόσεως. Στάθηκαν στην γραμμή των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας – ιδιαίτερα των ησυχαστών και νηπτικών Πατέρων του 14ου μ.Χ. αιώνα – και δεν άφησαν να αλλοιωθεί ο ορθόδοξος μοναχισμός, όπως είχε ήδη αρχίσει να γίνεται στην Ρωσία επί τσάρου Πέτρου του Μεγάλου, του μεγάλου εραστού της Δύσεως που προώθησε τον εξευρωπαϊσμό της ορθοδόξου πίστεως και συμπληρώθηκε με την αντιμοναστική πολιτική της αυτοκράτειρας Αικατερίνης της Β΄.

Μολονότι οι Αντικολλυβάδες ήταν περισσότεροι σε αριθμό, χρησιμοποιούσαν, όπως είπαμε βίαια μέσα, είχαν δε πολλές φορές και την υποστήριξη ορισμένων πατριαρχών, εντούτοις δεν κατάφεραν να καταπνίξουν αυτό το κίνημα. 

Οι θέσεις των Κολλυβάδων υπέρ της Ορθοδόξου παραδόσεως και η νέα γενική αφυπνιστική κίνηση, που είχε ως βάση την αναβίωση του ησυχασμού, σύντομα διαδόθηκαν στην Θεσσαλονίκη, την Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Πελοπόννησο και στα νησιά του Αιγαίου. Οι περισσότεροι Αγιορείτες Πατέρες που εξορίσθηκαν ή αυτοεξορίσθηκαν από το Άγιον Όρος μετέβησαν σε νησιά πλησίον του Αγίου Όρους, στο Αιγαίο Πέλαγος.

Ένας από τους εξορισθέντες Κολλυβάδες, ο ιερομόναχος Νήφων ο Χίος (βλέπε 28 Δεκεμβρίου) μαζί με άλλους τέσσερις μοναχούς, τους Γρηγόριο, Αγαθάγγελο, Ανανία, Ιωσήφ αφού πέρασαν για αρκετά χρόνια στην Σάμο, Πάτμο και Ικαρία πήγαν τελικά στην Σκιάθο, όπου ο Νήφων ίδρυσε την περίφημη Κοινοβιακή Μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου το 1794 μ.Χ., που αποτέλεσε το βασικότερο κέντρο των Κολλυβάδων εκτός του Αγίου Όρους. Σε αυτήν την Μονή γαλουχήθηκαν οι δύο Σκιαθίτες λογοτέχνες και πνευματικά αναστήματα των Κολλυβάδων, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (μετέπειτα μοναχός Ανδρόνικος) και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

Ο άγιος Μακάριος ο Νοταράς περιφερόταν συνεχώς στα νησιά του Αιγαίου προς στηριγμό και μετάδωση του Πατερικού πνεύματος στον λαό του Θεού, και ιδίως στην νήσο Χίο μαζί με τον άγιο Αθανάσιο τον Πάριο.

Ο μακάριος Γέροντας Ιερόθεος άρχισε τον μοναχικό του βίο από την Βατοπαιδινή Σκήτη του Αγίου Δημητρίου, όπου είχε ως Γέροντα τον πνευματικό της Σκήτης, Διονύσιο τον Σιατιστέα. Μετά τον θάνατο όμως του Γέροντός του και κατά την δεύτερη φάση διώξεως των Κολλυβάδων από τον Άγιον Όρος αναγκάζεται να φύγει από τον Αθωνα. Πηγαίνει στον Πόρο και στην Ύδρα, όπου ιδρύει την Ιερά Μονή του Προφήτου Ηλία. Ο αδελφός του Φιλόθεος γίνεται ο νέος κτίτορας της εγκαταλελειμμένης τότε Μονής της Ζωοδόχου Πηγής της Λογγοβάρδας στην Πάρο. Από αυτήν την Μονή προήλθε και ο άγιος ηγούμενός της, ο γνωστός μας Φιλόθεος Ζερβάκος.

Ο άγιος Αρσένιος ο Νέος μαζί με τον πνευματικό του πατέρα Δανιήλ έφυγαν από το Άγιον Όρος και πήγαν στα νησιά Πάρο, Σίκινο, Φολέγανδρο. Στην Πάρο ο άγιος Αρσένιος παρέμεινε στην Μονή του Αγίου Γεωργίου, όπου έγινε ηγούμενός της. Εκεί έζησε με πολύ χαρισματικό τρόπο, προσείλκυσε και ανέπαυσε πολλές ψυχές από την δυστυχία και την άγνοια που κυριαρχούσε τότε στο νησί.

Αλλες μορφές του 19ου μ.Χ. αιώνα, που ζυμώθηκαν με το πνεύμα των Κολλυβάδων και είχαν την δραστηριότητά τους στην Πελοπόννησο και στην Αθήνα, ήταν οι Κωνσταντίνος Οικονόμος, Κοσμάς Φλαμιάτος, Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος (ο λεγόμενος Παπουλάκος), Ιγνάτιος Λαμπρόπουλος, άγιος Νικόλαος ο Πλανάς (βλέπε 2 Μαρτίου).

Επίσης και οι άλλες ορθόδοξες χώρες (Ρουμανία, Ρωσία) δέχτηκαν άμεσα ή έμμεσα, την ευεργετική επίδραση των Κολλυβάδων, όπως φαίνεται από την αναγέννηση του ησυχασμού στις χώρες αυτές. Κύριος μύστης, κατά τον 18ο μ.Χ. αιώνα, για τους συγχρόνους του Ρουμάνους και Ρώσους στην λησμονημένη Πατερική πνευματικότητα ήταν ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ (βλέπε 15 Νοεμβρίου) που έζησε για 18 χρόνια στο Άγιον Όρος, στην Καψάλα και στην ιδρυθείσα υπό αυτού Σκήτη του Προφήτου Ηλία. Κατόπιν μετέβη στην Μολδαβία, την σημερινή Ρουμανία και έγινε ο γενάρχης των ασκητικών «Στάρετς», των οσίων εκείνων Ρώσων Γερόντων, οι οποίοι διά της αγίας τους ζωής και των κεχαριτωμένων λόγων τους στήριζαν όχι μόνο τους αγραμμάτους χωρικούς, αλλά και τους μεγαλύτερους διανοούμενους στις χώρες τους.

Το πνεύμα των Κολλυβάδων λειτούργησε κατά τον 19ο μ.Χ. αιώνα ως αντίσωμα, κατά του πνεύματος αλλοιώσεως του ορθοδόξου μοναχισμού που είχαν υιοθετήσει οι Δυτικίζοντες φορείς, πολιτικοί και θεολόγοι, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής και ο αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φαρμακίδης.

Αλλά και στην σύγχρονη εποχή μας υποβόσκει ένα αντικολλυβαδικό, αντιπατερικό πνεύμα. Η απειλή εκκοσμικεύσεως της Εκκλησίας μας είναι ένα απτό γεγονός. Πολλοί εισηγούνται να συντομευθούν οι Ακολουθίες, να τελείται στην απλή δημοτική γλώσσα η Θεία Λειτουργία, να περιορισθούν οι νηστείες και οι εορτές, να καταργηθεί το τέμπλο στους ναούς. Πολλοί θεωρούν πλάνη να ασκείται κανείς στην νοερά προσευχή, ή να κάνει κομποσχοίνι, να κοινωνεί συχνά....

Παράλληλα όλο και νέα θεολογικά ρεύματα δημιουργούνται, ενώ κάποια υφίστανται διαρκώς στην ζωή της Εκκλησίας, αλλά στην ουσία παρά την Εκκλησία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχουν κάποιες τάσεις στην θεολογία των ημερών μας, που αντικατοπτρίζουν και έναν αντίστοιχο τρόπο ζωής.

Πρώτη, αυτή των ευσεβιστών, ηθικιστών. Οι άνθρωποι αυτοί που υπήρχαν πάντοτε σε όλες τις εποχές δίνουν βαρύτητα στον τύπο, έχουν μία εξωτερικά ηθική ζωή, αλλά δεν γνωρίζουν ουσιαστικά τί σημαίνει καθαρότητα της καρδίας. Μένουν στον τύπο και δεν εισχωρούν στην ουσία. Νομίζουν ότι η θέωση του ανθρώπου είναι ένα ηθικό γεγονός και όχι μία οντολογική κατάσταση, πραγματική μετοχή του ανθρώπου στις άκτιστες ενέργειες του Θεού.

Στην δεύτερη τάση κατατάσσονται αυτοί που εκφράζουν την λεγόμενη αισθητική θεολογία. Είναι άνθρωποι με υψηλή διανόηση και κουλτούρα· άνθρωποι της τέχνης, της ποίησης, της μουσικής. Θέλουν να συνδέσουν την θεολογία με την τέχνη, ώστε η θεολογία να γίνει η θεραπαινίδα της τέχνης. Δηλαδή η θεολογία της Εκκλησίας μας να γίνει ποιητική, συγγραφική και μουσική. Ας τονίσουμε όμως ότι η Ορθοδοξία και συνεπώς η θεολογία δεν είναι τέχνη και πολιτισμός, αλλά παράγει τέχνη και πολιτισμό. Η οποιαδήποτε τέχνη και η ίδια η ζωή μας πρέπει να συνδέεται με την Εκκλησία και από εκεί να παίρνει «τό ύδωρ το ζών».

Τρίτη τάση είναι αυτή των παραδοσιαρχικών. Αυτοί επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στον τύπο της Πατερικής παραδόσεως, αλλοιώνουν όμως την ίδια παράδοση στην πράξη. Δεν καταλαβαίνουν την Παράδοση ως οργανική και δυναμική συνέχεια της Εκκλησίας. Ταυτίζουν τον εαυτό τους με το ένδοξο παρελθόν της Παραδόσεως, δεν ζούν όμως αυτήν την Παράδοση. Είναι αυτοί που είναι γνώστες της ορθοδόξου θεολογίας, δεν την εφαρμόζουν όμως στην ζωή τους. Ομιλούν μέν συνέχεια για επιστροφή στις παραδόσεις και τους Πατέρες, δεν έχουν όμως βιώσει την θεία Χάρη, που είχε σκηνώσει στους Πατέρες και τους ενέπνεε σε κάθε λόγο και δραστηριότητά τους. Έτσι αποδεικνύονται κίβδηλοι, ή όπως θα έλεγε ο απόστολος Παύλος «κύμβαλα αλλαλάζοντα».

Στην τέταρτη τάση κατατάσσονται αυτοί που ομιλούν για παροντική θεολογία. Μετατοπίζουν το κέντρο βάρους από την θεολογία στην ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία. Αυτοί πρεσβεύουν το τέλος της Πατερικής θεολογίας, και προσπαθούν να ομιλήσουν με νέα θεολογία για τα σύγχρονα προβλήματα της κοινωνίας, τα οποία νομίζουν ότι δεν μπορεί να τα επιλύσει η Πατερική θεολογία. Θεωρούν ότι ο λόγος της Εκκλησίας είναι κλειστός, στατικός και δεν πιστεύουν ότι αυτό που τροφοδοτεί την Εκκλησία είναι τα έσχατα· ότι μόνο με το πρίσμα της εσχατολογίας έχει νόημα και η ιστορία του κόσμου.

Παράλληλα όμως παρατηρείται σε πολλούς τα τελευταία χρόνια μία βαθύτερη γνώση της Πατερικής παραδόσεως, και προπάντων του ησυχασμού ως αυθεντικού, πρακτικού βιώματος. Το βίωμα αυτό, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εφαρμογή του Ευαγγελίου στην εποχή μας, η βίωση της θείας Χάριτος, που εξασφαλίζει στον άνθρωπο την καρποφόρα ένταξή του στο Σώμα της Εκκλησίας με πληρότητα αληθινής ζωής και αναφαίρετης χαράς κατά την κοινωνία του με τα άλλα πρόσωπα. Τότε ο άνθρωπος γίνεται εκκλησιολογική και ευχαριστιακή υπόσταση, αληθινό πρόσωπο κατ’ εικόνα του απολύτου και αιωνίου προσώπου του Χριστού.

Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι όσοι ανήκουν στις τέσσερις κατηγορίες που αναφέραμε έχουν μία διανοητική σχέση με τον Θεό, επαναπαύονται σε αυτήν και νομίζουν ότι γνωρίζουν τον Θεό. Δεν έχουν όμως επιτύχει την κοινωνία με τον Θεό, που σχετίζεται με την όλη τους ύπαρξη και κυρίως με την νοερά ενέργεια στην καρδιά τους, αλλά ούτε την ουσιαστική κοινωνία με τον συνάνθρωπο. Οι άγιοι Κολλυβάδες Πατέρες μας τόνιζαν ότι το πνευματικό κέντρο του ανθρωπίνου προσώπου είναι η καρδία και όχι ο εγκέφαλος. Εκεί διαδραματίζονται όλα τα μυστήρια του αοράτου πολέμου, της αναγεννήσεώς μας, της ενοικήσεως της θείας Χάριτος. 

Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι η καρδία του ανθρώπου είναι κέντρο φυσικό, παραφυσικό και υπερφυσικό. Ο ίδιος ο Χριστός μας αποκαλύπτει ότι η βασιλεία του Θεού «εντός ημών εστιν». Οι Κολλυβάδες επέμεναν στην συχνή θεία Κοινωνία, γιατί γνώριζαν ότι στο ευχαριστιακό Σώμα του Χριστού ενώνεται αρρήτως και αδιαιρέτως η θεία με την ανθρώπινη φύση, βιώνεται το ομοούσιο της ανθρωπότητος, τελεσιουργείται το μυστήριο της θεώσεως.

Οι άνθρωποι που ζούν και προσφέρουν μία φαλκιδευμένη, νοθευμένη Ορθοδοξία, πρέπει να εναρμονισθούν με την ζωογόνο Πατερική παράδοση, που είναι αυτή των Κολλυβάδων του 18ου μ.Χ. αιώνα, των Ησυχαστών του 14ου αιώνα, των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Οι Κολλυβάδες γίνονται έτσι και σήμερα πνευματικοί οδηγοί μας για την σωστή συνέχιση της πορείας μας μέσα στην αυθεντική Πατερική παράδοση.

Το πνεύμα των Πατέρων παραμένει πάντοτε το ίδιο. Ανάλογα όμως τις κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές συνθήκες κάθε εποχής οι Πατέρες βιώνοντας την θεία Χάρη, την κοινωνία με τον προσωπικό Θεό διατυπώνουν και τις θέσεις τους κατά τον διάλογο με τα φιλοσοφικά, θρησκευτικά και κοινωνικά ρεύματα της εποχής τους. Η διατύπωση των δογμάτων και η ερμηνεία της οδού της μετανοίας διαμορφώνεται κάθε φορά με σύγχρονη και δυναμική ορολογία δίχως να αλλοιώνεται η ουσία του Ευαγγελικού κηρύγματος, που πάντοτε ήταν, «μετανοείτε, ήγγικε η βασιλεία των ουρανών».
Γέροντος Εφραίμ Βατοπαιδινού.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Κολλυβάδων Πατέρων τὴν χορείαν τιμήσωμεν, Πνεύματος Ἁγίου τοὺς μύστας, οἰκονόμους τῆς χάριτος, Χριστοῦ τὸ Εὐαγγέλιον ἡμῖν, ἐδίδαξαν ἐν χρόνοις χαλεποῖς· καὶ ἀστέρες ὡς ὑπέρφωτοι τῶν ψυχῶν, τῆς πλάνης σκότος λύουσιν· χαίροις, τῶν θεοφόρων ἡ πλειάς, χαίρετε γένους στήριγμα, χαίρετε ἀληθείας οἱ πυρσοί, καὶ πίστεως ἐκφάντορες.

Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Κατὰ χρέος ἅπαντες, τῶν Κολλυβάδων, τὴν χορείαν μέλψωμεν, τοὺς ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς, τρανῶς ἡμῖν ἐκδιδάξαντας· τῆς ἀληθείας, τὸ μέγα μυστήριον.

Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῶν Κολλυβάδων τόν χορόν ἐγκωμιάσωμεν, τόν ἐν ὑστέροις τοῖς καιροῖς μεγαλουργήσαντα, ἐν σοφίᾳ καί συνέσει θεοκινήτῳ. Ἐκ τοῦ Ἀθωνος αἰθρίως ἁνατείλαντα, καί τήν κτίσιν ὑπερκάλως ὡραΐσαντα· πόθῳ μέλποντες· Λόγου χαίρετε σάλπιγγες.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
(Μετά τήν α' στιχολογιάν)
Τἁς σάλπιγγας Χριστοῦ, τάς ἠχούσας τῷ κόσμῳ, ζωῆς ἀληθινῆς, τόν θεόσδοτον νόμον, Πατέρας οὐρανόφρονας, Κολλυβάδας θαυμάσωμεν τούτοις χαίρετε, ἀπό καρδίας βοῶντες· τῆς ἀμείνονος, χαρᾶς ἡμᾶς κοινωνῆσαι, ἀξίους ποιήσατε.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ΄. Τὸ προσταχθέν.
(Μετά τήν β' στιχολογιάν)
Τούς θεωρούς τῆς λαμπρᾶς φωτοχυσίας, καί κοινωνοῦντας τῆς ὑψίστης κληρουχίας, τούς ὡς Παῦλος τά κάλλη, οὐρανοῦ ὁρῶντας, Πατέρας τούς Κολλυβάδας οἱ γηγενεῖς, τιμῶντες ἐν ἐτησίοις ἑορτασμοῖς· πόθῳ κρείττονι εἴπωμεν, τῆς Ἀναστάσεως ἰδεῖν, ἡμᾶς καταξιώσατε· τήν ἀγήρω τερπνότητα.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἠχος δ' Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
(Μετά τόν Πολυέλεον)
Τά κειμήλια πιστοί, τῶν θεοσδότων δωρεῶν, καί χαρίτων δαψιλῶν, τοὺς πληρεστάτους ποταμούς, τούς Κολλυβάδας Πατέρες μεγαλυνοῦμεν. Τούτων τήν πολλήν ἐκθειάζοντες, δόξαν ἐκ Θεοῦ, ἥν ἐκτήσαντο· ὅτι φθαρτῶν ἠλὸγησαν ἐμφρόνως, ἵνα Κυρίῳ ἀρέσωσιν· Αὐτῶν ζηλοῦντες τήν πολιτείαν, τῶν κακῶν ἀποστῶμεν.

Ἕτερον Κάθισμα
Ὴχος πλ. δ'. Ἀνέστης ἐκ νεκρῶν.
Πατὲρων Ἱερῶν, Κολλυβάδων τήν μνήμην, αἰνέσωμεν πιστοί, χαρμονικῶς βοῶντες· χαίρετε μαργαρίτες, τῆς Ἐκκλησίας οἱ πολυτίμητον χαίρετε, εὐλογίας· τῆς οὐρανίου πηγαί ἀθόλωτοι, Θεοφανείας ἔσοπτρα λαμπρά, καί φίλοι τῆς σοφίας.

Ὁ Οἶκος
Ἄπρατον τοῦ Κυρίου καί ἀνώνητον χάριν ἐκτήσασθε σοφοί Κολλυβάδες· ἐν ὁσίοις τρόποις ἐπί γῆς καλῶς αὐτήν ἐμπορευσάμενοι, καί ἄχρι βίου τελευτῆς ὑμῶν, ἐν ἀκριβεῖ συνέσει καί καρδίας καθαρότητι, φυλάξαντες ταύτην ἀμέμπτως. Διό καί χορηγεῑτε δαψιλεῖ χρηστότητι τὰς δωρεάς, τοῖς ἐπαινοῦσι τά ἐξαίρετα τῆς πολιτείας ὑμῶν ἔπαθλα, καί ψάλλουσιν ἀνεμποδίστως ταῦτα·

Χαίρετε ἔσοπτρα τῆς σοφίας·
χαίρετε ἄροτρα ἀληθείας.

Χαίρετε τοῦ θείου λόγου οἱ ἀκάματοι σπορεῖς·
χαίρετε θεολογίας οὐρανίου σκαπανεῖς.

Χαίρετε τούς ἐν τῇ πλάνῃ σώσαντες Χριστοῦ σαγήνη
χαίρετε ψυχάς πεινώντων θρέψαντες δικαιοσύνῃ.

Χαίρετε Σταυρόν Κυρίου ἄραντες προθύμῳ γνώμῃ·
χαίρετε ζυγόν τοῦ σκότους ἐκτινάξαντες ὡς κόνιν.

Χαίρετε Εὐαγγελίου οἱ κηρύξαντες τούς νόμους·
χαίρετε καρδίας δέει στέρξαντες θεσμοὺς πατρῴους.

Χαίρετε τῆς ἡσυχίας τῆς καλλίστης ἐρασταί·
χαίρετε τοῦ Παραδείσου λαμπροφόροι οἰκισταί.

Μεγαλυνάριον

Χαίρετε Πατέρες θεοειδεῖς, Κολλυβάδες θεῖεοι, Ἐκκλησία σάλπιγξ χρυσῆ· χαίρετε οἱ πράξει, καὶ λόγῳ δαδουχοῦντες, πιστοὺς εἰς τὸ γινώσκειν, δόγματα ἅγια.


Οἱ Ἅγιοι Ἀντώνιος, Ἰωάννης καὶ Εὐστάθιος οἱ Μάρτυρες 


Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀντώνιος, Ἰωάννης καὶ Εὐστάθιος ἦταν ἀδέλφια καὶ μαρτύρησαν τὸ ἔτος 1342 στὴ Βίλνα τῆς Λιθουανίας. Τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν φυλάσσονται στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίας Τριάδος Βίλνας.

Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Βιλὲνσκ Ρωσίας 


Η παράδοση θεωρεί ότι η ιερά εικόνα της Θεομήτορος είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά και μεταφέρθηκε από την Κωνσταντινούπολη στη Ρωσία, το έτος 1472 μ.Χ., ως δώρο της Σοφίας Παλαιολογίνας, συζύγου του μεγάλου πρίγκιπα της Μόσχας Ιβάν Γ' (1462 - 1505 μ.Χ.). Το έτος 1495 μ.Χ., ο μεγάλος πρίγκιπας ευλόγησε με αυτή την εικόνα την θυγατέρα του Ελένη, πριν εκείνη νυμφευθεί τον βασιλέα της Λιθουανίας Αλέξανδρο. Αργότερα η ιερά εικόνα τοποθετήθηκε στο ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, στον οποίο ενταφιάσθηκε η πριγκίπισσα Ελένη. Σήμερα φυλάσσεται στη μονή Αγίας Τριάδος του Βιλένσκ.

Η εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Βιλένσκ εικονίζει την Υπεραγία Θεοτόκο με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της. Στο κεφάλι φοράει κορώνα και το φωτοστέφανο είναι σχεδιασμένο με αστέρια.


Το γεγονός αυτό εορτάζεται και στις 15 Φεβρουαρίου.


Οσία Καλή


Καλῆς τὶ καλῶν πρωτίστως ἐπαινέσω;
Καλὰ γὰρ ἐν αὐτὴ πολλὰ συνέδραμον.
Κάλλος εἰκάδι δεύτερη καλῶν Καλῆς θέμις ὑμνέειν.

Εἰς τὸ λείψανον τῆς Ἁγίας Καλῆς,
ὑπὸ Μανουὴλ Φιλῆ.
Ὁ πῆχυς οὗτος τῆς Καλῆς τῆς ὀλβίας,
ᾯ τοὺς μίτους ἔνηθε τῆς εὐποιΐας.

Η Οσία Καλή έζησε πριν το 15ο αιώνα μ.Χ. και καταγόταν από την Ανατολή, δηλαδή τη Μικρά Ασία.

Η ακροστιχίδα του Κανόνος της Αγίας μάς πληροφορεί ότι αυτός αποτελεί ποιήμα «τού Κρήτης», δηλαδή κάποιου Αρχιεπισκόπου της Κρήτης. και στα δύο χειρόγραφα που διασώζουν την Ακολουθία της Οσίας δεν αναγράφεται το ορθόν «Τού», αλλά η ερμηνεία του, δηλαδή το όνομα του συγκεκριμένου υμνογράφου «Ανδρέου Κρήτης». Άρα, σύμφωνα με τα χειρόγραφα, ποιητής είναι ο διάσημος για τον Μέγα Κανόνα του, Άγιος Ανδρέας, Αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Αν ο υμνογράφος της Ακολουθίας είναι όντως ο Ανδρέας Κρήτης, τότε και η Οσία πρέπει να έζησε τουλάχιστον πριν την κοίμηση του Αγίου, δηλαδή πριν το 740 μ.Χ. Βέβαια, πίσω από την φράση «Τού Κρήτης» μπορεί να κρύβεται κάποιος άλλος Αρχιερεύς της Κρήτης. Γι' αυτό έχει προταθεί ως υμνογράφος της Ακολουθίας της Οσίας ο Νικηφόρος Μοσχόπουλος, Μητροπολίτης Κρήτης και «κατ' επίδοσιν» Μηθύμνης και Πρόεδρος Λακεδαιμονίας. 

Αυτός έζησε πλησιέστερα στο χρόνο συντάξεως των χειρογράφων (15ος - 16ος αιώνας), δηλαδή το 13ο αιώνα μ.Χ. και στις αρχές του 14ου αιώνος μ.Χ. (Το 1285 μ.Χ. είναι ήδη Μητροπολίτης Κρήτης, ενώ τα τελευταία ίχνη του αναφαίνονται κατά τον Οκτώβριο του 1322 μ.Χ.) και είχε σχέσεις τόσο με τη Λέσβο όσο και με το Σινά. Σ' αυτή την περίπτωση η Οσία θα πρέπει να έζησε το αργότερο μέχρι το πρώτο ήμισυ του 14ου αιώνος μ.Χ.

Η οικογένεια της Οσίας ήταν πλούσια και η περιουσία της διατέθηκε από την Αγία σε έργα φιλανθρωπίας και ευποιίας. Δεν πρέπει να ήταν μοναχή, διότι αυτό δεν αναφέρεται πουθενά στην Ακολουθία και φιλοξενούσε τους άστεγους και ενδεείς στον οίκο της, αφού ήταν αφιερωμένη στη διακονία των ελαχίστων και πασχόντων αδελφών της.

Η Καλή έζησε με σωφροσύνη, παρθενία, άσκηση, νηστείες και αδιάλειπτη προσευχή. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του βίου της είναι η φιλανθρωπία. Κίνητρό της ήταν ο πόθος της να τηρεί τις εντολές του Χριστού, να μιμείται τη θεϊκή ευσπλαχνία και φιλανθρωπία και να εκφράζει με κάθε τρόπο την αγάπη της προς τους συνανθρώπους της.

Στην Ακολουθία της αναφέρονται και θαύματα της Αγίας. Κάποια φορά που ζύμωσε ψωμί, για να το μοιράσει στους φτωχούς, ο Θεός έκανε ώστε να μην λιγοστεύει το ψωμί που της απόμενε, όπως στην Παλαιά Διαθήκη δεν ελαττωνόταν το αλεύρι της χήρα στο Σαρεπτά, παρ' όλο που τρεφόταν με αυτό ο Προφήτης Ηλίας, η χήρα και τα παιδιά της.

Αλλά και μετά την κοίμησή της η Αγία συνέχισε αδιάκοπα να ευεργετεί τους ανθρώπους, χαρίζοντας την θεραπεία πιο ασθενείς με τις ικεσίες της προς τον Κύριο. Είναι τόσα πολλά τα θαύματα των ιάσεων, ώστε ο υμνογράφος κάνει λόγο για «πέλαγος θαυμάτων» και την αποκαλεί «θαυματόβρυτον». Θεραπεύει ποικίλα νοσήματα ψυχών και σωμάτων, αλλά κυρίως ασθένειες επώδυνες, χρόνιες και δυσίατες, ρευματισμούς και αρθρίτιδες, παραλύσεις των αρθρώσεων και παραμορφώσεις των μελών του σώματος.

Η μνήμη της Οσίας Καλής αναφέρεται, επίσης, στις 15 Μαΐου και το Σάββατο της Διακαινησίμου.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ὡς τῶν αἰχμαλώτων.
Ὡς τῆς παρθενίας κάλλος θαυμαστὸν καὶ τῶν πεινώντων διατροφή, θεραπεία ἀσθενῶν, τῶν Ὁσίων ἀγλάϊσμα, τῆς εὐποιΐας κανὼν, Καλὴ θαυματόβρυτε, πρέσβευε Χριστῷ τὰ καλὰ δοθῆναι ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ´. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐπὶ γῆς ἐβίωσας, νηστείαις καὶ ἀγρυπνίαις, προσευχαῖς σχολάζουσα, μελέταις θείων λογίων, πράξεσι καὶ εὐποιΐαις ἀκοπιάστως· νυν δὲ ζῇς ἐν οὐρανίοις, ἔνθα σχολάζεις θεωρίαις καὶ πρεσβείαις πρὸς τὸν Σωτῆρα ὑπὲρ ἡμῶν, ὦ Καλή.

Κάθισμα
Ἦχος α´. Τὸν τάφον σου, Σωτήρ.
Ὡς ἥλιος ἡμῖν, ἡ ἁγία σου μνήμη, ἀνέτειλε σαφῶς, τὰς ἡμῶν διανοίας φωτίζουσα, πανεύφημε, τῶν θαυμάτων ταῖς λάμψεσι, τῶν τιμώντων σοῦ ἀξιόχρεῳς, παρθένε, τὸ μνημόσυνον τὸ ἱερὸν θείοις ὕμνοις, Καλὴ παμμακάριστε.

Ὁ Οἶκος
Θυγάτηρ μὲν ὤφθης τοῦ πρώτου Ἀδάμ. Τῷ Δευτέρῳ δὲ συνήφθης ἐκ πράξεως, τὰς ἀρετάς, ὥσπερ προῖκα, τούτῳ φέρουσα δαψιλῶς, ἀξιέραστε. Σὺ γὰρ πέφυκας τρανῶς τῶν Παρθένων καύχημα, τῶν ἐλεημόνων τε ἡ ἀρχέτυπος στήλη, ἐν ἐλέει τὸν ἐλεήμονα Νυμφίον σου θεραπεύσασα. Διὰ τοῦτο μεγάλως σὲ ἐδόξασε, διαυγεστάτην πηγὴν ἀναδείξας σε, κρουνοὺς θαυμάτων βρύουσαν καὶ χειμάῤῥους ἰαμάτων ἀενάως ἐκβλύζουσαν. Ἀλλὰ πρέσβευε νῦν πρὸς τὸν Σωτῆρα ὑπὲρ ἡμῶν, ὦ Καλή.

Μεγαλυνάριον

Χαίροις, τῶν Παρθένων ἡ καλλονή, ἐνδεῶν, ἀπόρων ὁ ἀκένωτος θησαυρός, τῶν δεινῶς πασχόντων ἰάτραινα ἀρίστη, Καλὴ Ὁσιωτάτη, λάμπουσα θαύμασι.

[Πηγές]http://www.saint.gr/04/14/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/4/d/14/sxsaintlist.aspx
«Τριβέλι Πάνος»



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ἐνημερώνουμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες μας, ὅτι σχόλια, τὰ ὁποῖα ἐμπεριέχουν προσβλητικοὺς χαρακτηρισμούς, διαφημίζουν κόμματα ἢ εἶναι γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες (γκρήκλις), θὰ διαγράφωνται ἄνευ προειδοποιήσεως!